Παναγιώτης Αχειλάς
Ο Παναγιώτης Αχειλάς γεννήθηκε στην Κομοτηνή, στις 16 Ιουνίου του 1928. Η καταγωγή του ήταν από την Μικρά Ασία, ενώ έζησε και πέθανε στη Νέα Ιωνία του Βόλου στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Ήταν ένας από τους εκπροσώπους της μουσικής παράδοσης των «χαμένων ελληνικών πατρίδων» και ήταν γνώστης της ευρωπαϊκής και ανατολικής μουσικής.
Ο Παναγιώτης Αχειλάς είχε επικοινωνία μέσω αλληλογραφίας με τον Νίκο Στεφανίδη όσον αφορά τα μακάμια και το κανονάκι.
Είχε συνεργαστεί με τους, Δόμνα Σαμίου, και Κόρο (Βιολί). Ενώ σε τοπικό επίπεδο στην περιοχή του Βόλου, με τον Σαλταδήμα.
Με πρωτοβουλία του Παναγιώτη Αχειλά ιδρύθηκε το 1987 η Σχολή Ελληνικής Παραδοσιακής Μουσική που ήταν αποτέλεσμα συνεργασίας του Δήμου της Νέας Ιωνίας του Βόλου με το σύλλογο Μικρασιατών της περιοχής. Σκοπός των ιδρυτών της σχολής ήταν η διάδοση της μουσικής κληρονομιάς, ιδιαίτερα δε, του χαμένου ελληνισμού της Μικράς Ασίας. Για το σκοπό αυτό η σχολή λειτουργούσε δωρεάν έτσι ώστε να δοθούν τα κίνητρα, για την όσο δυνατόν πλατύτερη ανταπόκριση του κοινού στην προσπάθεια αυτή. Ο δάσκαλος Παναγιώτης Αχειλάς συνέβαλε στη διάσωση των παραδοσιακών μουσικών οργάνων (ούτι, κανονάκι, ταμπουρά) εκείνη την εποχή στην Νέα Ιωνία του Βόλου.
ΠΗΓΗ : ΧΑΡΗΣ ΣΑΡΙΚΑΚΗΣ
Ένας ωραίος άνθρωπος
Τον Παναγιώτη Αχειλά τον γνώρισα σε μικρή ηλικία, αρχές της δεκαετίας του ‘70 όταν πηγαίναμε τα καλοκαίρια διακοπές στο πατρικό του πατέρα μου στην οδό Κωνσταντινουπόλεως, στη Ν. Ιωνία του Βόλου.
Αδελφικοί φίλοι και συνομήλικοι με τον πατέρα μου, χώρισαν προσωρινά με το φευγιό μας στην Αθήνα. Ήταν τα πέτρινα χρόνια τότε που ανάγκασαν τους γονείς μου το 1962 να γίνουν μετανάστες με το ζόρι, επειδή δεν ήταν “δέντρα” μα λουλούδια, που προσπάθησαν να τα μαράνουν κλείνοντας την Παπαρούνα το θρυλικό ουζερί που διατηρούσαν στη Ν. Ιωνία. Η σχέση τους ήταν δυνατή και η απόσταση δεν στάθηκε ικανή να τους χωρίσει. Bρέθηκαν για συναυλίες στην Αθήνα και τα καλοκαίρια οργάνωναν αξέχαστα γλέντια ιδιαίτερα όταν ο κυρ Παναγιώτης προς τα τέλη της δεκαετίας του ‘70 μετακόμισε στον άνω Βόλο σε μια πολύ όμορφη τοποθεσία. Θυμάμαι κάτι ξενύχτια με το κασετόφωνο ανά χείρας να περιμένουμε τα αηδόνια να αρχίσουν το κουβεντολόι για να τα ηχογραφήσουμε. Αξέχαστες στιγμές!
Ο κυρ Παναγιώτης το ‘70 έμενε στην οδό Μαιάνδρου στη Ν. Ιωνία, σε ένα προσφυγικό σπίτι που είχε μια ωραία εσωτερική αυλή με μια μεγάλη συκιά, που έκανε υπέροχα σύκα. Θυμάμαι της συχνές επισκέψεις εκεί, τα παγωμένα σύκα και το γλυκό του κουταλιού που με τρατάριζε η πρόσχαρη φυσιογνωμία της κυρά Μαρίας, της γυναίκας του. Τότε ζούσε ακόμα ο μπαρμπά Μιχάλης, ο πατέρας του κυρ Παναγιώτη, εξαιρετικός άνθρωπος και μεγάλος δεξιοτέχνης στο κανονάκι. Μαζί με τον Νικό Στεφανίδη από την Ν. Ιωνία της Αθήνας- που ήταν φίλοι και αλληλογραφούσαν- και τον Λάμπρο Σαββαίδη από την Θεσσαλονίκη, άφησαν εποχή για δεκαετίες στο χώρο της μουσικής μας παράδοσης.
Στην αυλή υπήρχε μια πόρτα που σε έμπαζε στον μαγικό κόσμο του. Ήταν η πίσω πόρτα από το ‘’πολυκατάστημα ’’ του κυρ Παναγιώτη. Μπροστά ήταν το φωτογραφείο με ένα γραφείο δεξιά για την παραλαβή των φιλμ που έρχονταν για εμφάνιση και αριστερά ένα καθιστικό για τους φίλους, που δεν έλειπαν ποτέ, και όσους ήθελαν να βγάλουν οικογενειακές ή ατομικές φωτογραφίες. Ο κυρ Παναγιώτης ήταν και στη φωτογραφία καλλιτέχνης. Το εμπρός με το πίσω μέρος χωρίζονταν από μια βαριά μπορντό κουρτίνα. Στο βάθος είχε διαμορφώσει το studio και πίσω ακριβώς από την κουρτίνα υπήρχε μια καρέκλα κουρέα και ένας καθρέφτης για κούρεμα και ξύρισμα, άλλο ένα επάγγελμα που το έκανε μερακλίδικα.
Λίγο πιο πέρα μια καρέκλα είχε μόνιμα θρονιασμένο το καμάρι του, το κανονάκι, πάντα έτοιμο είτε για τη δική του μουσική ενδοσκόπηση ή για το χατίρι της παρέας. Απέναντι ακριβώς ήταν ένα παλιό ραδιόφωνο (απ’ αυτά που είχαν στην πρόσοψη τις πόλεις του κόσμου) μόνιμα ανοικτό στη συχνότητα των βραχέων κυμάτων συντονισμένο σε σταθμούς που παίζανε ανατολίτικες μουσικές και τραγούδια.
Δίπλα ακριβώς το κασετόφωνο με εκατοντάδες κασέτες αρχείο. Ηχογραφούσε συχνά εκπομπές από τα βραχέα, μα και τα δικά του παιξίματα μοναχικά ή παρείστικα. Αυτός ο μεγάλος καλλιτέχνης με την δυτική παιδεία (τελείωσε με άριστα την ανωτέρα σχολή βιολιού) αποτύπωσε την καλλιέργεια και τον πολύχρωμο κόσμο του σε χιλιόμετρα μαγνητοταινίας.
Και η αγάπη του για την ανατολίτικη μουσική και το κανονάκι (ήταν αυτοδίδακτος) ένωσε μέσα του δημιουργικά, δυο κόσμους που τους ταξιδέψε… Με αυτά τα όργανα έκανε ό,τι ήθελε ήταν μια ορχήστρα μόνος του! Έπαιζε την ελληνική παράδοση, ανατολίτικα, ρώσικα λαϊκά, κλασική μουσική και τζαζ. Ο κυρ Παναγιώτης δεν μιλούσε με το στόμα μα με τα δάκτυλα και την ψυχή. Ήταν πραγματική εμπειρία να τον ακούς! Το παίξιμο του σε ταξίδευε… Έχουμε να κάνουμε με ένα κοσμοπολίτη καλλιτέχνη, που γνώρισε και αγάπησε τον κόσμο χωρίς να ταξιδέψει, μα με μοναδικό όχημα τις μουσικές του.
Τον φώναζα θείο και υπήρχε μια αμοιβαία συμπάθεια από την αρχή της γνωριμίας μας. Ήμουν καλός ακροατής των μετρημένων του λόγων που δίδασκαν ήθος, και του πληθωρικού παιξίματός του που με μαγνήτισε αμέσως αν και ήμουν σε μικρή ηλικία. Είχε αντιληφτεί το ενδιαφέρον μου και του άρεσε. Σε κάθε μου επίσκεψη με έπαιρνε στα ενδότερα και άρχιζε με το κανόνι του τις μουσικές διαδρομές…. Είχε τον τρόπο να σου μεταδίδει μια ηρεμία που σε καθήλωνε. Θυμάμαι ενώ έπαιζε πως το παιχνίδι μας ήταν, εγώ να του πειράζω τις χορδές και αυτός να μου γρατσουνίζει τα χέρια με τα δακτυλίδια που φορούσε στα δάκτυλα για να παίζει το κανονάκι.
Ο κυρ Παναγιώτης εκτός από ολοκληρωμένος καλλιτέχνης ήταν μια συγκροτημένη προσωπικότητα, άνθρωπος μειλίχιος που χαιρόταν με τις χαρές και λυπόταν με τις λύπες των ανθρώπων. Ήθελε να δει τον τόπο του να προκόβει και τον πολιτισμό να ανθεί, το θεωρούσε βασική προϋπόθεση για να πάει μπροστά η χώρα μας. Αγαπούσε τους νέους ανθρώπους και τους βοηθούσε με της γνώσεις του.
Ο μεγάλος του νταλκάς ήταν να πάρει η μουσική μας παράδοση τη θέση που της ανήκει, όχι σαν μουσειακό είδος αλλά στης καρδιές των ανθρώπων. Ονειρευόταν την αναγέννηση των παραδοσιακών ήχων στις σύγχρονες συνθήκες. Το πρόωρο φευγιό του όμως στις 8 Ιανουαρίου 1991 δεν τον άφησε να δει σημαντικούς καλλιτέχνες να το κάνουν πράξη μέσα στη δεκαετία του ‘90.
Η γνωριμία μου με τον κυρ Παναγιώτη με έκανε να αγαπήσω όχι μόνο τη μουσική αλλά και τους εργάτες της τέχνης τους μουσικούς, τους ανθρώπους που έχουν καταθέσει την ψυχή τους μέσα σε ό,τι ωραίο ακούμε.
Απόσπασμα από το βιβλίο
Δημήτρης Θεολόγου, Φταίνε τα τραγούδια, Μετρονόμος, 2011.